- κρισίμων
- κρίσιμοςdecisivemasc/fem/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δραματικός — ή, ό (AM δραματικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο δράμα νεοελλ. 1. εντυπωσιακός, με αιφνιδιαστικές αλλαγές και δημιουργία κρίσιμων καταστάσεων («δραματικά γεγονότα», «δραματικές επιπτώσεις» κ.λπ.) 2. αυτός που πάλλεται από συγκίνηση… … Dictionary of Greek
ιπποκράτης — I (Κως 460; – Λάρισα 377 π.Χ.). Γιατρός. Θεωρείται ο επιφανέστερος γιατρός της αρχαιότητας, θεμελιωτής της επιστημονικής ιατρικής. Για τη ζωή του πολλά στοιχεία παραμένουν άγνωστα. Ήταν γιος γιατρού, ενώ γιατροί, επίσης φημισμένοι, ήταν οι δύο… … Dictionary of Greek
σύνεση — η / σύνεσις, έσεως, ΝΜΑ, και ξύνεσις Α [συνίημι] φρόνηση, περίσκεψη, σωφροσύνη βασισμένη στη σωστή κρίση (α. «στην αντιμετώπιση κρίσιμων προβλημάτων έδειξε σύνεση και αποφασιστικότητα» β. «σύνεσις πολιτική», Αριστοτ. γ. «σύνεσις φρενῶν», Πίνδ.)… … Dictionary of Greek
υποκρίσιμος — η, ο, Ν 1. (φυσ. τεχνολ.) (για μέσο ή για σύστημα) αυτός τού οποίου η σύσταση ή οι διαστάσεις είναι τέτοιες ώστε να πραγματοποιείται μια αλυσιδωτή αντίδραση σχάσεων φθίνοντος ρυθμού 2. φυσ. (για ρευστή κατάσταση) αυτός τού οποίου η θερμοκρασία… … Dictionary of Greek
αντάντ — (γαλλ. entente). Γαλλική λέξη που σημαίνει συμφωνία, συνεννόηση. Από τον 19o αι. χρησιμοποιήθηκε σε αναφορά με διάφορες διπλωματικές συμφωνίες και συμμαχίες, μεταξύ των οποίων και οι επόμενες. Εγκάρδια Συνεννόηση. Χαρακτηρισμός που δόθηκε από τη… … Dictionary of Greek
γονιδίωμα — Το σύνολο του γενετικού υλικού που υπάρχει σε ένα κύτταρο. Στους ευκαρυωτικούς οργανισμούς η έννοια αναφέρεται τόσο στο γενετικό υλικό που υπάρχει στον πυρήνα, όσο και στο γενετικό υλικό των οργανιδίων (δηλαδή των μιτοχονδρίων και των… … Dictionary of Greek
Γουίλσον, Κένεθ — (Kenneth Wilson, Μασαχουσέτη 1936 –). Αμερικανός φυσικός. Ο Γ. ξεκίνησε με τις καλύτερες προϋποθέσεις για μια λαμπρή επιστημονική σταδιοδρομία, καθώς ήταν γιος μέλους του διδακτικού προσωπικού του τμήματος χημείας του Χάρβαρντ και εγγονός… … Dictionary of Greek
εξαρχάτο — Βυζαντινή διοικητική περιφέρεια με επικεφαλής τον έξαρχο, ο οποίος συγκέντρωνε τη στρατιωτική και την πολιτική εξουσία. Τα βυζαντινά ε. ήταν δύο: της Αφρικής, με πρωτεύουσα την Καρχηδόνα ή Καρθαγένη, και της Ιταλίας, με πρωτεύουσα τη Ραβένα. Οι… … Dictionary of Greek
Σαίκσπηρ, Ουίλιαμ — (Shakespeare). Άγγλος ποιητής και θεατρικός συγγραφέας (Στράτφορντ ov Αίηβον 1564 1616). Από τις ελάχιστες πληροφορίες που έχουμε για τη ζωή του, οι πιο αξιόπιστες είναι εκείνες που βγαίνουν από δικαστικά έγγραφα και μαρτυρίες συγχρόνων του. Γιος … Dictionary of Greek